- ἐμβριθές
- ἐμβρῑθές , ἐμβριθήςweightymasc/fem voc sgἐμβρῑθές , ἐμβριθήςweightyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática … Wikipedia Español
εμβριθής — ές (AM ἐμβριθής, ές) πολύ μελετημένος, περισπούδαστος, βαθυστόχαστος αρχ. 1. (για ήχο) βαθύς, δυνατός 2. ισχυρός, δυνατός 3. σταθερός, ατάραχος 4. (για κακό) λυπηρός 5. ενοχλητικός, φορτικός 6. (για πρόσ.) βίαιος, ευέξαπτος 7. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek